1θῶπ' — θῶπα , θώψ flatterer masc acc sg θῶπε , θώψ flatterer masc nom/voc/acc dual …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ποδαράκι — το, Ν [ποδάρι] 1. μικρό πόδι 2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι 3. πληθ. τα ποδαράκια πόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα …
Dictionary of Greek