θύρ-αυλος
1θαλασσαυλώ — θαλασσαυλῶ, έω (Μ) ζω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + αυλώ (< αυλός < αυλή (πρβλ. θυρ αυλώ < θυρ αυλος)] …
2ορείαυλος — ὀρείαυλος και ὀρέσσαυλος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσσ (βλ. λ. όρος [II]) + αυλος (< αὐλή), πρβλ]. θύρ αυλος] …
3χώραυλος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα/χῶρος + αυλος (< αὐλή), πρβλ. θύρ αυλος] …
4dhu̯ē̆r-, dhu̯ō̆r-, dhur-, dhu̯r̥- — dhu̯ē̆r , dhu̯ō̆r , dhur , dhu̯r̥ English meaning: door Deutsche Übersetzung: “Tũr” Note: besides this conservative stem, the Proto form of plural and dual of such a measure (see below), woud probably fit to a certain degree… …