θύρετρον
1θύρετρον — θύρετρον, τὸ (Α) συν. στον πληθ. τά θύρετρα 1. η θύρα 2. το πλαίσιο τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κατάλ. τρον (η οποία συνήθως σχηματίζει μεταρρηματικά παρ.) ίσως κατ επίδρασιν τού ημέλεθρον] …
2θυρετρικός — θυρετρικός, ή, όν (Α) [θύρετρον] αυτός που ανήκει σε θύρετρον* …
3-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …
4θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …
5dhu̯ē̆r-, dhu̯ō̆r-, dhur-, dhu̯r̥- — dhu̯ē̆r , dhu̯ō̆r , dhur , dhu̯r̥ English meaning: door Deutsche Übersetzung: “Tũr” Note: besides this conservative stem, the Proto form of plural and dual of such a measure (see below), woud probably fit to a certain degree… …