θύματα

  • 61κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …

    Dictionary of Greek

  • 62λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …

    Dictionary of Greek

  • 63λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 64μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… …

    Dictionary of Greek

  • 65μακαρθισμός — Όρος πολιτικής πολεμικής που χρησιμοποιήθηκε στις ΗΠΑ ως χαρακτηρισμός της πιο ακραίας μορφής του αντικομουνισμού. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Τζόζεφ Μακ Κάρθι (βλ. λ.), ο οποίος είχε αναλάβει την προεδρία της… …

    Dictionary of Greek

  • 66μαστροπεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα, μ. θεωρείται κάθε πράξη που αποβλέπει στη διαφθορά της νεότητας και στην ενίσχυση της πορνείας. Οι ερμηνευτές του Ειδικού Ποινικού Δικαίου διακρίνουν τη μ. σε δυο κύριες κατηγορίες, στην απλή και στη… …

    Dictionary of Greek

  • 67μικροσυμπλοκή — η συμπλοκή μικρής έκτασης και χωρίς θύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …

    Dictionary of Greek

  • 68νυκτοκλέπτης — ο, θηλ. νυκτοκλέπτρια (Α νυκτικλέπτης, Μ νυκτοκλέπτης) 1. αυτός που κλέβει στη διάρκεια τής νύχτας 2. (για λύκο) αυτός που αρπάζει τα θύματά του τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + κλέπτης. Ο αρχ. τ. νυκτικλέπτης < νυκτι τού νύξ, νυκτός (βλ …

    Dictionary of Greek

  • 69ουλοχυτούμαι — οὐλοχυτοῡμαι, έομαι (Α) [ουλοχύται] πασπαλίζω με χοντροκομμένο κριθάρι τα θύματα πριν από τη θυσία, τελώ την τελετή τού πασπαλίσματος τών σφαγίων και τού βωμού πριν ή κατά τη θυσία …

    Dictionary of Greek

  • 70παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… …

    Dictionary of Greek