θωράκιον
1θωράκιον — breastwork neut nom/voc/acc sg …
2θωρακίω — θωράκιον breastwork neut nom/voc/acc dual θωράκιον breastwork neut gen sg (doric aeolic) …
3θωρακίοις — θωράκιον breastwork neut dat pl …
4θωρακίου — θωράκιον breastwork neut gen sg …
5θωρακίων — θωράκιον breastwork neut gen pl …
6θωρακίῳ — θωράκιον breastwork neut dat sg …
7θωράκια — θωράκιον breastwork neut nom/voc/acc pl …
8θωράκιο — Όρος της αρχιτεκτονικής που σημαίνει το στηθαίο, το παραπέτο ή κουρτέλο. Αποτελεί προτοίχισμα μικρού ύψους, από 90 έως 120 εκ., που τοποθετείται για να προφυλάσσει από την πτώση τα άτομα που κυκλοφορούν εκεί. Θ. χρησιμοποιούνται στους εξώστες,… …
9προθωράκιον — τὸ, Α ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θωράκιον (< θώραξ, ακος)] …