1θυωρίς — (ενν. τράπεζα), ἡ (Α) τράπεζα για ιερές προσφορές, τράπεζα για θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θυωρός*] …
Dictionary of Greek
2θυωρίς — a table for offerings fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)