θυσανωτός
1θυσανωτός — masc nom sg …
2θυσανωτός — ή, ό (Α θυσανωτός, ή, όν) [θύσανος] αυτός που έχει θυσάνους, όμοιος με θύσανο, κροσσωτός, φουντωτός …
3θυσανωτός — ή, ό αυτός που μοιάζει με θύσανο ή έχει θυσάνους: Θυσανωτή ουρά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θυσανωτά — θυσανωτός neut nom/voc/acc pl θυσανωτά̱ , θυσανωτός fem nom/voc/acc dual θυσανωτά̱ , θυσανωτός fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5θυσανωτῶν — θυσανωτός fem gen pl θυσανωτός masc/neut gen pl …
6θυσανωτόν — θυσανωτός masc acc sg θυσανωτός neut nom/voc/acc sg …
7θυσανωτούς — θυσανωτός masc acc pl …
8κροσσωτός — ή, ό (AM κροσσωτός, όν, θηλ. και, ή) αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός νεοελλ. ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» επιθηλιακός ιστός τού οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων… …
9εκπαππούμαι — ἐκπαπποῡμαι ( όομαι) (Α) (για καρπό) γίνομαι θυσανωτός, βγάζω θύσανο (πάππο) …
10θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… …
- 1
- 2