θυρ-ωρός

  • 1ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …

    Dictionary of Greek

  • 2θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 3νεωρός — νεωρός, ὁ (Α) επιστάτης, φύλακας τού νεωρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νη(F)ωρος (< *νᾱFωρος) < ναῦς, νᾶός / νηός «πλοίο» + (F)ωρός (τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …

    Dictionary of Greek

  • 4τιμωρός — ο, η / τιμωρός, όν, ΝΜΑ, και ασυναίρετος δωρ. τ. τιμάορος και ιων., επικ. τ. τιμήορος, ον και τιμάωρ, ὁ, Α (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που επιβάλλει τιμωρία σε κάποιον (α. «αυστηρός τιμωρός τών εμπόρων ναρκωτικών» β. «δίκη κακῶν τιμωρός», Σοφ …

    Dictionary of Greek

  • 5κηπουρός — ο (ΑΜ κηπουρός, Α μτγν. τ. κηπωρός) αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, περιβολάρης («γεωργόν τε έμέ, και κηπουρόν», Φιλόστρ.) αρχ. 1. αυτός που φυλάει κήπο («κηπουρὸς ὄφις», Ευφορ.) 2. τίτλος κωμωδίας τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6κυτωρός — ο ναύτης πολεμικού πλοίου που έχει τη φροντίδα τού κύτους, τού αμπαριού, κυ. αμπαρτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος + ωρός (< ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …

    Dictionary of Greek

  • 7οινωροί — οἰνωροί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἱεραγωγοὶ Διονύσου». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ωρός, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ὁρῶ* ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] …

    Dictionary of Greek

  • 8ναυρός — ναυρός, ὁ (Α) φύλακας ναού, νεωκόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί να ωρός «νεωκόρος, φύλακας ναού» (πρβλ. θυρ ωρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 9σκευωρός — και σκαιωρός, ὁ, Α σκευοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ωρός (< ὁρῶ*), πρβλ. θυρ ωρός. Η γρφ. σκαιωρός είναι μτγν. και οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση τού σκαιός*] …

    Dictionary of Greek

  • 10στασιωρός — ὁ, Α φύλακας σε μαντρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάσις + ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός] …

    Dictionary of Greek