θυρῶν
1θυρών — θυρών, ῶνος, ὁ (Α) [θύρα] το μέρος που βρίσκεται μπροστά στη θύρα, το προπύλαιο …
2θυρών — hall masc nom/voc sg …
3θυρῶν — θύρα door fem gen pl θυράζω thrust out of doors fut part act masc voc sg θυράζω thrust out of doors fut part act neut nom/voc/acc sg θυράζω thrust out of doors fut part act masc nom sg (attic epic ionic) θυρόω furnish with doors pres part act… …
4θύρων — θυρόω furnish with doors imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θυρόω furnish with doors imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
5θυρῶνα — θυρών hall masc acc sg …
6θυρῶνας — θυρών hall masc acc pl …
7θυρῶνι — θυρών hall masc dat sg …
8θυρῶνος — θυρών hall masc gen sg …
9θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …
10Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …