θυρᾰ-ωρός

  • 1θυρωρός — ο (ΑΜ θυραωρός και θυρουρός) ο φύλακας τής θύρας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρ(α) ωρός < θύρα + ωρος, τ. στον οποίο εμφανίζεται το ρ. ορώ ως β συνθετικό (< * Fορός, με σίγηση τού F και με ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. θε ωρός, πυλ… …

    Dictionary of Greek

  • 2θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… …

    Dictionary of Greek