θυο-σκόος

  • 1ховать — прятать, хранить , южн., зап., псковск., калужск. (Даль), укр. ховати, блр. ховаць, др. русск. ховатисѧ беречься, держаться (грам. 1388 г.; см. Срезн. III, 1377), чеш. сhоvаti таить, хранить, выхаживать , слвц. сhоvаt᾽ выхаживать, выращивать ,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 2κοώ — κοῶ, έω και άω (Α) ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. κοῶ (< *κοF έω) θεωρείται μετονοματικό παρ. ενός ον. *κόF ος που εμφανίζεται ως β συνθετικό στα Μυκηναϊκά (πρβλ. epi ko woi «επιτηρητές»), στα Έπη (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Λαο κόων) και σε μεταγενέστερους… …

    Dictionary of Greek