θυοδόκος
1θυοδόκος — θυοδόκος, ον (Α) (για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος* + δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο δόκος, οινο δόκος) …
2θυοδόκα — θυοδόκος receiving incense neut nom/voc/acc pl …
3θυοδόκοι — θυοδόκος receiving incense masc/fem nom/voc pl …
4θυοδόκων — θυοδόκος receiving incense masc/fem/neut gen pl …
5δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …
6θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… …