θυννεύω

  • 1θυννευτικός — θυννευτικός, ή, όν (Α) κατάλληλος για το ψάρεμα τού τόν(ν)ου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύννος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *θυννεύω] …

    Dictionary of Greek