θυμ-ελαία

  • 1τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί …

    Dictionary of Greek