θυμίδιον

  • 1θυμίδιον — θυμίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θυμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. εγχειρ ίδıoν, χοιρ ίδιον] …

    Dictionary of Greek

  • 2θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …

    Dictionary of Greek

  • 3θυμιδίῳ — θῡμιδίῳ , θυμίδιον neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)