θυμον

  • 91μαχητής — ο, θηλ. μαχήτρια (ΑM μαχητής, Α αιολ.τ. μαχαίτας, δωρ. τ. μαχατάς, λακων. τ. μαχατάρ και, κατά τον Ησύχ., μαχάταρ, Μ θηλ. μαχητίς, ίδος ή μαχῆτις ιδος) 1. αυτός που μάχεται με ανδρεία, ο θαρραλέος ή ορμητικός πολεμιστής («Τυδεύς τοι μικρὸς μὲν… …

    Dictionary of Greek

  • 92νειόθι — (Α) επίρρ. ιων. τ. 1. στο βάθος, βαθύτατα, κατά βάθος («δάκεν δὲ ἑ νειόθι θυμόν», Ησίοδ.) 2. κάτω, από κάτω («νειόθ ὑφισταμένην», Νίκ. Αλεξ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. θι (πρβλ. κυκλό θι, ουρανό θι)] …

    Dictionary of Greek

  • 93νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …

    Dictionary of Greek

  • 94νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 95οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …

    Dictionary of Greek

  • 96οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… …

    Dictionary of Greek

  • 97ομφακίας — ὀμφακίας, ὁ (Α) 1. υπόξινος οίνος παρασκευασμένος από άγουρα σταφύλια, χυμός από άγουρα σταφύλια 2. (ως επίθ. αρσ.) μτφ. οξύς, δριμύς, τραχύς, αυστηρός («δεινὸν γὰρ οὕτως ὀμφακίαν πεφυκέναι τὸν θυμὸν ἀνδρῶν», Αριστοφ.) 3. φρ. «ὀμφακίαι νεκροί»… …

    Dictionary of Greek

  • 98ορίνω — ὀρίνω (Α) (ποιητ. τ.) 1. εγείρω, σηκώνω 2. προκαλώ έκπληξη, ταραχή, τρόμο σε κάποιον, ταράζω 3. παροτρύνω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 4. μτφ. διεγείρω, εξερεθίζω («τοῑσι δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 99ορμαίνω — ὁρμαίνω (Α) [ορμή] (ποιητ. τ.) 1. ανακινώ κάτι στο μυαλό μου, σκέπτομαι, συλλογίζομαι 2. μελετώ, εξετάζω κάτι («ἤλυθον εἰς Τροίην, πόλεμον θρασὺν ὁρμαίνοντες», Ομ. Ιλ.) 3. επιθυμώ πολύ κάτι, ποθώ 4. είμαι ορμητικός, ανυπομονώ («βοὴν σάλπιγγος… …

    Dictionary of Greek

  • 100παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή …

    Dictionary of Greek