θυμον

  • 61θυμέλαιο — το (βιοχ.) αιθέριο έλαιο με ευχάριστη οσμή που λαμβάνεται με απόσταξη από τους ανθισμένους βλαστούς τού φυτού θύμος και χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και φαρμακευτική, θυμαρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thymol < thym (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62θυμίζω — (I) (Μ θυμίζω) νεοελλ. μσν. (μτβ.) υπενθυμίζω, κάνω κάποιον να θυμηθεί μσν. μέσ. θυμίζομαι θυμάμαι («θυμίζετον τό κάλλος», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. και νεοελλ. τ. θυμίζω < αρχ. εν θυμίζω < εν + θυμίζω (< θυμός)]. (II) θυμίζω (Α)… …

    Dictionary of Greek

  • 63θυμίτης — θυμίτης, ὁ (Α) [θύμον] ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο*, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ. β. «θυμίτης οἶνος» κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.) …

    Dictionary of Greek

  • 64θυμελαία — (Τhymelaea). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των θυμελαιιδών, που αριθμεί περίπου 20 θαμνώδη είδη. Είναι πολυετής, πολύκλαδη πόα, με μικρά και άμισχα φύλλα. Έχει πρασινωπά ή κίτρινα, μικρά, πολύγαμα ή δίοικα άνθη και περιάνθιο συνήθως μόνιμο,… …

    Dictionary of Greek

  • 65θυμιό — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στη νοτιανατολική ακτή της Εύβοιας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καφηρέως. * * * το [θύμον] το φυτό θύμος* …

    Dictionary of Greek

  • 66θυμοξάλμη — θυμοξάλμη, ἡ (Α) ποτό από θυμάρι, ξίδι και άλμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + όξος + άλμη] …

    Dictionary of Greek

  • 67θυμοφόρος — θυμοφόρος, ον (Μ) ο τόπος που έχει θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + φορος (< φέρω), πρβλ. ανθο φόρος, πυρ φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 68θυμόεις — θυμόεις, εσσα, εν (Α) γεμάτος θύμο, γεμάτος θυμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. όεις, πρβλ. αστερ όεις, κυματ όεις] …

    Dictionary of Greek

  • 69θυμόλη — Μονοφαινόλη χημικού τύπου C6H3 (C3H7) (OH) CH3 1,2, 4 που περιέχεται στο αιθέριο έλαιο του θύμου αδένα. Είναι άχρωμο κρυσταλλικό σώμα, με χαρακτηριστική οσμή και καυστική γεύση, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο στους οργανικούς διαλύτες. Έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 70θυμόμελι — το φρ. (φαρμ.) «θυμόμελι σκίλλης» φαρμακευτικό παρασκεύασμα από μέλι που περιέχει εκχύλισμα θύμου τού ερπύλλου και σκίλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + μέλι] …

    Dictionary of Greek