θυμον

  • 111συνορίνω — Α 1. διεγείρω, ξεσηκώνω, παρακινώ συγχρόνως («ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. συνορίνομαι συνταράσσομαι («συνορινόμεναι κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρίνω «εγείρω, σηκώνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 112σφριγώ — σφριγῶ, άω, ΝΜΑ είμαι γεμάτος σφρίγος, σφίζω από υγεία και σωματική δύναμη, είμαι σφριγηλός, ακμαίος, ρωμαλέος, ζωηρός μσν. αρχ. μτφ. (για λόγια αλλά και για δραστηριότητες) είμαι σφοδρός (α. «σφριγᾷ ὁ πόλεμος» μαίνεται ο πόλεμος, Θεοφύλ. β.… …

    Dictionary of Greek

  • 113τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 114τηκεδών — όνος, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. τακεδών Α (για χιόνι) τήξη, λειώσιμο («διαλυομένων ὑπὸ τῆς θερμασίας τῶν πάγων, πολλὴν τηκεδόνα γίνεσθαι», Διόδ.) αρχ. 1. μαρασμός, βαθμιαία, συνεχής φθορά τού σώματος («οὔτε τις οὖν μοι νοῡσος ἐπήλυθεν, ἥτε μάλιστα… …

    Dictionary of Greek

  • 115τιθύμαλλος — ὁ, και τιθύμαλλον, τὸ, Α το φυτό ευφόρβιο, κν. σήμερα γαλατσίδα 2. φρ. α) «τιθύμαλλος ἄρρην» το φυτό χαρακιάς* β) «τιθύμαλλος θῆλυς» το φυτό μυρσινίτης ή μυρτίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει διατυπωθεί ωστόσο η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί …

    Dictionary of Greek

  • 116τιμωρητικός — ή, όν, Α [τιμωρητής] 1. αυτός που έχει την τάση να εκδικείται 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τιμωρητικά πράξεις τιμωρίας εκδίκησης («διὰ θυμὸν δὲ καὶ ὀργὴν τὰ τιμωρητικά», Αριστοτ.). επίρρ... τιμωρητικῶς Α με τάση για τιμωρία, για εκδίκηση …

    Dictionary of Greek

  • 117τλητός — και δωρ. τ. τλατός, ή, όν, Α 1. τλητικός* («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.) 2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾱσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).… …

    Dictionary of Greek

  • 118υποθυμίς — ίδος, και αιολ. τ. ὐπάθυμις, ύμιδος, ἡ, Α στεφάνι από λουλούδια το οποίο φορούσαν οι συμπότες γύρω από τον λαιμό τους προκειμένου να απολαμβάνουν έτσι καλύτερα το άρωμα αυτών τών λουλουδιών 2. είδος άγνωστου πτηνού 3. είδος στεφάνου που… …

    Dictionary of Greek

  • 119ԹԻՒՄ — (ի, աց) NBH 1 0812 Chronological Sequence: Unknown date, 6c գ. ԹԻՒՄ կամ ԵԹԻՒՄԱՅՔ. Բառ յն. թի՛մօս, կամ թի՛ւմօն. θύμος, θύμον thymos, thymum Խոտ, եւ ծաղիկ նորա հոտաւէտ կամ խնկահոտ, զոր սիրէ մեղու. իբր եզնալեզու, եւ այլն. արաբ. իբար. *Մեղուաց՝ որք… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 120ԾՈԹՈՐ — (ոյ.) NBH 1 1023 Chronological Sequence: Unknown date, 13c, 18c գ. ԾՈԹՈՐ որ եւ ԾՈԹՈՐԻՆ, կամ ԾՈԹՐԻՆ, կամ ԾՈԹՈՐՈՒՆ. սեռ. ծոթրնոյ. ծոթորնոյ. ἑπίθυμον, θύμον, ἔρπυλον thymus, serpyllum եւն. Ազգ զոպայի, բոյս մանրատերեւ՝ գեղեցկափունջ՝ անուշահոտ, ջերմ… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)