θυμοειδεῖς
1θυμοειδεῖς — θῡμοειδεῖς , θυμοειδής high spirited masc/fem acc pl θῡμοειδεῖς , θυμοειδής high spirited masc/fem nom/voc pl (attic epic) …
2σκληραύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α (κυρίως μτφ. για άλογα) σκληροτράχηλος, ατίθασος («τινὲς δὲ ἀδάμαστοι μείναντες οὐ σκληραύχενες καὶ θυμοειδεῑς ἀπέβησαν;», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + αὐχήν, αὐχένος] …