θυμιᾶν

  • 1θυμιᾶν — θυμία fem gen pl (doric aeolic) θῡμιᾶν , θυμιάω burn so as to produce smoke pres part act masc voc sg (doric aeolic) θῡμιᾶν , θυμιάω burn so as to produce smoke pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) θῡμιᾶν , θυμιάω burn so as to… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2θυμιᾷν — θῡμιᾷν , θυμιάω burn so as to produce smoke pres inf act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θυμίαν — θυμίᾱν , θυμία fem acc sg (attic doric aeolic) θῡμίᾱν , θυμιάω burn so as to produce smoke imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) θῡμίᾱν , θυμιάω burn so as to produce smoke imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …

    Dictionary of Greek

  • 5κοπρώνας — ο (ΑM κοπρών, ῶνος) [κόπρος (Ι)] 1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο 2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες νεοελλ. τόπος όπου σωρεύεται κοπριά που προορίζεται για λίπασμα αρχ. παροιμ. «εἰς κοπρῶνα θυμιᾱν» λέγεται …

    Dictionary of Greek

  • 6ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …

    Dictionary of Greek