θυμιατήριον

  • 1θυμιατήριον — θῡμιᾱτήριον , θυμιατήριον censer neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2КАДИЛО — [греч. θυμιατός, θυμιατήριον, λιβανωτός; лат. thymiamaterium, thuribulum], литургический сосуд для совершения каждения. В Иерусалимском храме для каждения наряду с кадильным алтарем использовались и переносные К.: евр. (греч. πυρεῖον),… …

    Православная энциклопедия

  • 3Thymiateria — Ein Terracotta Thymiaterion mit einer Darstellung des Attis aus Tarsos, 2. oder 1. Jahrhundert v. Chr. Als Thymiaterion (altgriechisch: θυμιατήριον, von θυμιάω, räuchern; Mehrzahl Thymiateria) wird ein antikes Räuchergefäß bezeichnet. Das… …

    Deutsch Wikipedia

  • 4Thymiaterion (Räuchergefäß) — Ein Terracotta Thymiaterion mit einer Darstellung des Attis aus Tarsos, 2. oder 1. Jahrhundert v. Chr. Als Thymiaterion (altgriechisch: θυμιατήριον, von θυμιάειν thymiaein, räuchern; Mehrzahl Thymiateria) wird ein antikes Räuchergefäß bezeichnet …

    Deutsch Wikipedia

  • 5АЦЕРРА —    • Acerra,          по объяснению Феста, переносный алтарь, который ставили пред покойниками и на котором обыкновенно возжигали фимиам; вероятнее вообще курильница для сожигания фимиама при жертвоприношениях, turibulum, θυμιατήριον (Verg. Aen.… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 6кадильница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. θυμιατήριον) жаровня для курения фимиама. … …

    Словарь церковнославянского языка

  • 7-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 8εσχάριο — το (Α ἐσχάριον) (υποκορ. τού εσχάρα) πύραυνο, μικρή κινητή εστία που χρησιμοποιείται για θέρμανση ή για μαγείρεμα μικρής ποσότητας τροφίμων, κν. μαγκάλι, φουφού νεοελλ. 1. καθεμιά από τις ισχυρές τετραγωνικές δοκούς που υποβαστάζουν την τρόπιδα… …

    Dictionary of Greek

  • 9θυμιατήριο — και θυμιατήρι και θυμιατερό και θυμιατό, το (ΑΜ θυμιατήριον και Α ιων. τ. θυμιητήριον) [θυμιώ] σκεύος στο οποίο καίγεται θυμίαμα, θυμιατό, λιβανιστήρι νεοελλ. σκεύος που χρησιμοποιείται για θυμίαση τού εικονοστασίου τών σπιτιών αρχ. 1. δοχείο για …

    Dictionary of Greek

  • 10θυμιητήριον — θυμιητήριον, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυμιατήριον* …

    Dictionary of Greek