θυλλίς
1θυλλίς — θυλλίς, ίδος, ἡ (Α) θύλακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλ ίς. Πιθ. υποκορ. τού θύλακος χωρίς να εμφανίζει το επίθημα ακ ] …
2θυλλίς — fem nom sg …
3θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …
4συλλίρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακωνικό τ. αντί θυλλίς] …