θυλλίς

  • 1θυλλίς — θυλλίς, ίδος, ἡ (Α) θύλακος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυλλ ίς. Πιθ. υποκορ. τού θύλακος χωρίς να εμφανίζει το επίθημα ακ ] …

    Dictionary of Greek

  • 2θυλλίς — fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …

    Dictionary of Greek

  • 4συλλίρ — Α (κατά τον Ησύχ.) «θύλακος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λακωνικό τ. αντί θυλλίς] …

    Dictionary of Greek