θυελλ-ώδης
1ιμαντώδης — ἱμαντώδης, ες (Α) 1. α) αυτός που μοιάζει με ιμάντα, με λουρί, ο στερεός και ευλύγιστος β) αυτός που μοιάζει με σχοινί 2. (για αθλητές) νευρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ογκ ώδης)] …
2καλαμώδης — ες (AM καλαμώδης, ες) (για τόπους) κατάφυτος με καλάμια νεοελλ. 1. όμοιος με καλάμι, καλαμοειδής 2. φρ. «καλαμώδη φυτά» τα φυτά που έχουν ξυλώδη και με γόνατα (κόμπους) βλαστό, ο οποίος μοιάζει με στέλεχος τού καλαμιού, όπως τα σιτηρά κ.ά.… …
3καλυκώδης — καλυκώδης, ες (Α) όμοιος με κάλυκα άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, κυματ ώδης)] …
4καρυώδης — καρυώδης, ῶδες (Α) αυτός που μοιάζει με κάρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, ονειρ ώδης)] …