θυεία
1θυεία — θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc/acc dual (ionic) θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …
2θυείᾳ — θυείᾱͅ , θυεία mortar fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
3θυεία — και ιων. τ. θυείη και μτγν τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) [θύος] 1. γουδί («θυία οστρακίνη» ιατρικό γουδί) 2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος* 3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή… …
4θυείας — θυείᾱς , θυεία mortar fem acc pl (ionic) θυείᾱς , θυεία mortar fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …
5θυείαν — θυείᾱν , θυεία mortar fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …
6θυείαις — θυεία mortar fem dat pl (ionic) …
7θυείην — θυεία mortar fem acc sg (epic ionic) …
8θυείης — θυεία mortar fem gen sg (epic ionic) …
9θυείῃ — θυεία mortar fem dat sg (epic ionic) …
10Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …
- 1
- 2