θρῆσκος
1θρῆσκος — religious masc/fem nom sg …
2θρήσκος — α, ο (ΑΜ θρῆσκος, ον, θηλ. και α) ο οπαδός θρησκείας ο οποίος πιστεύει στα δόγματα ή στις θρησκευτικές αρχές και μετέχει ταχτικά στη θρησκευτική ζωή αρχ. ο δεισιδαίμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκεύω, υποχωρητ.] …
3θρήσκος — α, ο αυτός που εκτελεί με ευλάβεια τα θρησκευτικά του καθήκοντα: Είναι πολύ θρήσκος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ετερόθρησκος — η, ο (Μ ἑτερόθρησκος) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θρήσκος, πρβλ. ά θρησκος, αλλό θρησκος] …
5θρησκεύω — (ΑΜ θρησκεύω) 1. νεοελλ. (μέσ. θρησκεύομαι) εκτελώ τα θρησκευτικά μου καθήκοντα, πιστεύω στα δόγματα τής θρησκείας και μετέχω στα μυστήρια ή στις τελετές μσν. αρχ. 1. θεωρώ ως ιερό, λατρεύω 2. πιστεύω, αποδέχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφόσον το επίθ. θρήσκος …
6θρησκώδης — θρησκώδης, ες (Α) [θρήσκος] ο θρήσκος …
7μιαρόθρησκος — μιαρόθρησκος, ον (Α) οπαδός μιαρής θρησκείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + θρῆσκος (πρβλ. φιλό θρησκος)] …
8ομόθρησκος — η, ο (ΑΜ ὁμόθρησκος, ον) αυτός που έχει την ίδια θρησκεία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θρῆσκος (πρβλ. ετερό θρησκος)] …
9θρήσκω — θρή̱σκω , θρῆσκος religious masc/fem/neut nom/voc/acc dual θρή̱σκω , θρῆσκος religious masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
10άθρησκος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θρήσκος. ΠΑΡ. αθρησκία] …