θρῄκηθεν
1Θρήκηθεν — Θρῄκηθεν (Α) επίρρ. από τη Θράκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί Θρᾴκηθεν] …
2Θρῄκηθεν — from Thrace indeclform (adverb) …
3Θρήικηθεν — Θρῄκηθεν , Θρῄκηθεν from Thrace indeclform (adverb) …
4Θράκηθεν — Θρᾴκηθεν (Α) ιων. τ., βλ. Θρήκηθεν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴκη + επιρρ. κατάλ. θεν] …
5ζέφυρος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αστραίου και της Ηούς. Από την άρπυια Ποδάργη είχε αποκτήσει τα άλογα του Αχιλλέα, Ξάνθο και Βέλιο, και από τη Χλωρίδα τον Καρπό. Σύμβολό του ήταν το άλογο και στις παραστάσεις του εικονίζεται φτερωτός. Ουσιαστικά,… …
6σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… …