θρᾷττα
1Θράττα — Θρᾷττα, ἡ (Α) 1. ως κύριο όν. Θρᾷττα βλ. Θραξ 2. είδος μικρού θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θρᾷξ, κός (πρβλ. θρίσσα)] …
2Θρᾷττα — Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) …
3Θρᾶιττα — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) …
4Θρᾷτθ' — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) Θρᾷτται , Θρᾷσσα fem nom/voc pl (attic) …
5Θρᾷττ' — Θρᾷττα , Θρᾷσσα fem nom/voc sg (attic) Θρᾷτται , Θρᾷσσα fem nom/voc pl (attic) …
6θρᾷτται — θρᾷττα Thracian slave girl fem nom/voc pl …
7θραττίδιον — θρᾳττίδιον, τό (Α) μικρό ψαράκι, θράττα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρᾴττα*] …
8θρᾴττας — θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem acc pl θρᾴ̱ττᾱς , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen sg (doric aeolic) …
9Θραξ — ο (ΑΜ Θρᾷξ, ακός και Θρῆϊξ, ήϊκος και Θρῇξ, ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …
10θρᾳττῶν — θρᾱͅττῶν , θρᾷττα Thracian slave girl fem gen pl …
- 1
- 2