θρᾰσύ-πονος

  • 1θρασύπονος — θρασύπονος, ον (Α) ο τολμηρός στην εκτέλεση ενός έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + πονος (< πόνος), πρβλ. ολιγό πονος, φιλό πονος] …

    Dictionary of Greek