1θρόνωσις — θρόνωσις, ἡ (Α) [θρονούμαι] ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων …
Dictionary of Greek
2θρόνωσις — enthronement of the newly initiated fem nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3θρόνωσιν — θρόνωσις enthronement of the newly initiated fem acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)