θρίγκωμα
1θρίγκωμα — και θρίγχωμα, τὸ (Α) [θριγκώ] 1. ακροτοίχιο 2. αλάτι …
2θρίγκωμα — coping neut nom/voc/acc sg …
3θριγκώματα — θρίγκωμα coping neut nom/voc/acc pl …
4θρίγχωμα — θρίγχωμα, τὸ (Α) βλ. θρίγκωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού θρίγκωμα*] …