θρόμβ-ος

  • 1θρομβάση — η χημ. η θρομβίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombase < thromb (πρβλ. θρόμβ ος) + ase] …

    Dictionary of Greek

  • 2θρομβίνη — Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του …

    Dictionary of Greek