θρυμματίς
1θρυμματίς — θρυμματίς, ίδος, ἡ (Α) [θρύμμα] είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα …
2θρυμματίς — a sort of cake fem nom sg …
3θρυμματίδα — θρυμματίς a sort of cake fem acc sg …
4θρυμματίδες — θρυμματίς a sort of cake fem nom/voc pl …
5ενθρυμματίς — ἐνθρυμματίς και ἐνθριμματίς, η (Α) [θρυμματίς] είδος πίτας ή βουτήματος (με κομμάτια ψωμιού βρεγμένα σε κρασί), το ένθρυπτον …