θρινία ἄμπελος
1θρίον — θρῑον, τὸ (Α) 1. φύλλο συκιάς 2. τα φυλλοειδή ημιμόρια τού εγκεφάλου 3. είδος φαγητού με αβγά, γάλα, λίπος, σιμιγδάλι, μέλι και τυρί, τυλιγμένα σε φύλλο συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης. Συνδέεται ίσως με τη… …
2tris- — tris English meaning: stalk; vine Deutsche Übersetzung: “Pflanzenstengel, Rebe”? Material: Gk. θρινία ἄμπελος ἐν Kρήτῃ (*trisniü); Alb. trishë “Pfropfreis, sprout”; Ser. Cr. trs “Weinrebe, reed” (trsje “Weinberg”), Cz. trs ‘stalk …