θριαμβικός
1θριαμβικός — triumphal masc nom sg …
2θριαμβικός — ή, ό (ΑΜ θριαμβικός, ή, όν, θηλ. και θριαμβίς) [θρίαμβος]·1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει ή αναφέρεται στον θρίαμβο («έχει θριαμβικό χαρακτήρα») 2. μεγαλοπρεπής αρχ. (για στρατηγούς) αυτός που έχει τελέσει θρίαμβο. επίρρ... θριαμβικώς και ά (ΑΜ… …
3θριαμβικός — ή, ό θριαμβευτικός: Θριαμβική αψίδα του Γαλέριου στη Θεσσαλονίκη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θριαμβικῶν — θριαμβικός triumphal fem gen pl θριαμβικός triumphal masc/neut gen pl …
5θριαμβικαῖς — θριαμβικός triumphal fem dat pl …
6θριαμβικοῦ — θριαμβικός triumphal masc/neut gen sg …
7θριαμβικῆς — θριαμβικός triumphal fem gen sg (attic epic ionic) …
8θριαμβικῇ — θριαμβικός triumphal fem dat sg (attic epic ionic) …
9θριαμβική — θριαμβικός triumphal fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
10θριαμβικήν — θριαμβικός triumphal fem acc sg (attic epic ionic) …
- 1
- 2