θρηνητικός
1θρηνητικός — inclined to lament masc nom sg …
2θρηνητικός — ή, ό (ΑΜ θρηνητικός, ή, όν) [θρηνητής] 1. επιρρεπής στον θρήνο, αυτός που ανακουφίζεται με τον θρήνο 2. πένθιμος, θλιβερός, λυπητερός αρχ. 1. κατάλληλος για θρήνο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρηνητικόν αιτία για θρήνο. επίρρ... θρηνητικώς και ά (ΑΜ… …
3θρηνητικός — ή, ό επίρρ. ά 1. κλαψιάρης, αυτός που γίνεται ή μοιάζει με θρήνο: Θρηνητική κραυγή. 2. λυπητερός, πένθιμος: Θρηνητικά άσματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θρηνητικά — θρηνητικός inclined to lament neut nom/voc/acc pl θρηνητικά̱ , θρηνητικός inclined to lament fem nom/voc/acc dual θρηνητικά̱ , θρηνητικός inclined to lament fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5θρηνητικῶν — θρηνητικός inclined to lament fem gen pl θρηνητικός inclined to lament masc/neut gen pl …
6θρηνητικόν — θρηνητικός inclined to lament masc acc sg θρηνητικός inclined to lament neut nom/voc/acc sg …
7θρηνητικοῖς — θρηνητικός inclined to lament masc/neut dat pl …
8θρηνητικοί — θρηνητικός inclined to lament masc nom/voc pl …
9θρηνητικοῦ — θρηνητικός inclined to lament masc/neut gen sg …
10θρηνητικούς — θρηνητικός inclined to lament masc acc pl …