θρασύς
1θρασύς — bold masc nom sg …
2θρασύς — εία, ύ (ΑΜ θρασύς, εῑα, ύ, Α θηλ. και θρασέα) αυθάδης, αναιδής μσν. 1. αυτός που απαιτεί γενναιότητα, που απαιτεί θάρρος 2. δυνατός 3. (το ουδ. ως ου σ.) τo θρασύ θάρρος, γενναιότητα, τόλμη μσν. αρχ. γενναίος, ανδρείος, θαρραλέος αρχ. 1.… …
3θρασύς, -εία, -ύ — αναιδής, αυθάδης: Θρασύς μαθητής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θρασέα — θρασύς bold neut nom/voc/acc pl (epic ionic) θρασέᾱ , θρασύς bold fem nom/voc/acc dual (epic ionic) θρασύς bold fem nom/voc sg (epic ionic) …
5θρασυτάτων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl …
6θρασυτέρων — θρασύς bold fem gen pl θρασύς bold masc/neut gen pl …
7θρασυτέρως — θρασύς bold adverbial θρασύς bold masc acc pl (doric) …
8θρασύ — θρασύς bold masc voc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …
9θρασύτατον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …
10θρασύτερον — θρασύς bold masc acc sg θρασύς bold neut nom/voc/acc sg …