θρασύνω
1θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… …
2θρασύνω — θράσυνα, θρασύνθηκα, κάνω κάποιον θρασύ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3θρασυνθέντα — θρασύνω embolden aor part pass neut nom/voc/acc pl θρασύνω embolden aor part pass masc acc sg …
4θρασῦνον — θρασύνω embolden pres part act masc voc sg θρασύνω embolden pres part act neut nom/voc/acc sg …
5θρασυνθεῖεν — θρασύνω embolden aor opt pass 3rd pl …
6θρασυνθεῖσα — θρασύνω embolden aor part pass fem nom/voc sg …
7θρασυνθείη — θρασύνω embolden aor opt pass 3rd sg …
8θρασυνθείς — θρασύνω embolden aor part pass masc nom/voc sg …
9θρασυνθῆναι — θρασύνω embolden aor inf pass …
10θρασυνθῇ — θρασύνω embolden aor subj pass 3rd sg …