θρήνους

  • 1θρήνους — θρή̱νους , θρῆνος dirge masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 3Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …

    Dictionary of Greek

  • 4αθρηνί — ἀθρηνί (επίρρ) (Α) [θρῆνος] χωρίς θρήνους, αμοιρολόγητα …

    Dictionary of Greek

  • 5ακλαυστεί — ἀκλαυστεὶ ή –τί, και ακλαυτεί ή τί (επίρρημα) (Α) [ἄκλαυστος και ἄκλαυτος] χωρίς κλάματα, χωρίς θρήνους …

    Dictionary of Greek

  • 6ανοιμωκτί — ἀνοιμωκτί επίρρ. (Α) [ανοίμωκτος] 1. δίχως θρήνους 2. χωρίς τιμωρία …

    Dictionary of Greek

  • 7ανοτοτύζω — ἀνοτοτύζω (Α) θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 8δακρύρροος — δακρύρροος, ον (AM) όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς ρους < ρέω] …

    Dictionary of Greek

  • 9δεκατετρασύλλαβος — Στίχος που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ιαμβικό ή τροχαϊκό ρυθμό και είναι οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ενωμένους επτασύλλαβους στίχους, γι’ αυτό και ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν νόθο.… …

    Dictionary of Greek

  • 10δυσφόρμιγξ — ( ιγγος), ο, η (Α) φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική τής φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.) …

    Dictionary of Greek