θρήνους

  • 11θρηνώδης — ες (ΑΜ θρηνώδης, ες) [θρήνος] αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα») αρχ. 1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο 2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» ψυχική διάθεση για θρήνο. επίρρ... θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς) με… …

    Dictionary of Greek

  • 12ιερεμιακός — ή, ό(ν) [ἱερεμίας] φρ. «θρήνους ἱερεμιακούς» ιερεμιάδες …

    Dictionary of Greek

  • 13καναχής — καναχής, ές (Α) [καναχή] (για δάκρυα) αυτός που συνοδεύεται από στεναγμούς και θρήνους («δάκρυ καναχές», Αισχύλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 14μετακλαίω — και αττ. τ. μετακλάω (Α) 1. (ενεργ. και μέσ.) κλαίω κατόπιν ή όταν είναι πια αργά 2. θρηνώ, παραπονιέμαι για κάτι εκ τών υστέρων, αποζητώ κάτι με θρήνους …

    Dictionary of Greek

  • 15ολόφυρσις — ὀλόφυρσις, ἡ (ΑΜ) ολοφυρμός, θρήνος, οδυρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλοφύρομαι. Το ουσ. ὀλόφύρσις είναι περισσότερο αφηρημένο σε σχέση με το ὀλοφυρμός και δηλώνει κυρίως τους θρήνους που έχουν ιδιαίτερη τελετουργική αξία] …

    Dictionary of Greek

  • 16πάνδυρτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που θρηνείται από όλους 2. ο γεμάτος οδυρμούς και θρήνους 3. (για το αηδόνι) αυτό που θρηνεί, που οδύρεται ακατάπαυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί παν όδυρτος*] …

    Dictionary of Greek

  • 17περιθρηνούμαι — έομαι, Α αντηχώ από θρήνους («πάσης οἰκουμένης περιθρηνουμένης καὶ περιστεναζομένης», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18πολυκώκυτος — ον, Α ο γεμάτος θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωκυτός «θρήνος, κλάμα» (πρβλ. οξυ κώκυτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 19πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …

    Dictionary of Greek

  • 20πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] …

    Dictionary of Greek