θρέϊσσα

  • 1Θρέισσα — Θρέϊσσα, ἡ (Α) βλ. Θραξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θρηΐξ, άλλου τ. τού Θρᾷξ] …

    Dictionary of Greek

  • 2Θραξ — ο (ΑΜ Θρᾷξ, ακός και Θρῆϊξ, ήϊκος και Θρῇξ, ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος τής Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 3θρίσσα — και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα) είδος σαρδέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θριχ ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. τής οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή …

    Dictionary of Greek