θρέμμα
1θρέμμα — nursling neut nom/voc/acc sg …
2θρέμμα — το (ΑΜ θρέμμα) [τρέφω] 1. ό,τι έθρεψε ή ό,τι τρέφει κάποιος, το ανάθρεμμα, το βρέφος ή το παιδί 2. (και στον πληθ.) τα θρέμματα τα ζώα που τρέφονται από τον άνθρωπο, τα βοσκήματα νεοελλ. μσν. φρ. «γέννημα και θρέμμα» αυτόχθονος κάτοικος μσν.… …
3θρέμμα — το, ατος 1. ό,τι τρέφει ή έθρεψε κάποιος. 2. φρ., «Eίμαι γέννημα θρέμμα Αθηναίος», γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. 3. στον πληθ., θρέμματα ζώα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θρέμμ' — θρέμμα , θρέμμα nursling neut nom/voc/acc sg …
5θρεμμάτεσσι — θρέμμα nursling neut dat pl (epic aeolic) …
6θρεμμάτων — θρέμμα nursling neut gen pl …
7θρέμμασι — θρέμμα nursling neut dat pl …
8θρέμμασιν — θρέμμα nursling neut dat pl …
9θρέμματα — θρέμμα nursling neut nom/voc/acc pl …
10θρέμματι — θρέμμα nursling neut dat sg …