θράσος
1θράσος — courage neut nom/voc/acc sg …
2θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …
3θράσος — το ους 1. υπερβολική τόλμη: Το θάρρος όταν δεν είναι έλλογο, καταντάει θράσος. 2. αναίδεια: Ύστερα από όλα αυτά, έχει το θράσος να μας μιλάει. – Το θράσος του δεν έχει όρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Θράσος — Θράσεος neut nom/voc/acc sg …
5Καστανάκης, Θράσος — (Κωνσταντινούπολη 1901 – Παρίσι 1967). Πεζογράφος. Το 1919 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μαθήτευσε κοντά στον Ψυχάρη. Αργότερα διαδέχθηκε τον δάσκαλό του στη Σχολή Ανατολικών Γλωσσών της Σορβόνης, στο τμήμα νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας.… …
6θρασεύω — [θράσος] θρασομανώ* …
7θρασέων — θράσος courage neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θράζω fut part act masc nom sg (doric) θρασύς bold masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) θρασέω̆ν , θρασύς bold masc/neut gen pl …
8θράσους — θράσος courage neut gen sg (attic epic doric) …
9θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… …
10αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα …