θράσει

  • 1θράσει — θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic) θρά̱σει , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράσις fem nom/voc/acc dual (attic epic) θράσεϊ , θράσις fem dat sg (epic) θράσις fem dat sg (attic ionic) θράσος courage… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Θράσει — Θράσεος neut nom/voc/acc dual (attic epic) Θράσεϊ , Θράσεος neut dat sg (epic ionic) Θράσεος neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3θρασεῖ — θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (attic doric) θρᾱσεῖ , θράομαι to be seated fut ind mp 2nd sg (doric aeolic) θράζω fut ind mid 2nd sg (doric) θράζω fut ind act 3rd sg (doric) θρασύς bold masc/neut dat sg θρᾱσεῖ , θρέομαι cry… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4θρασεῖ' — θρασεῖα , θρασύς bold fem nom/voc sg θρασεῖαι , θρασύς bold fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5ενθυμούμαι — (AM ἐνθυμοῡμαι, έομαι και ἐνθυμίζομαι) έχω ή διατηρώ κάτι στην ψυχή μου, στη σκέψη μου, στη μνήμη μου, σκέπτομαι, σταθμίζω με τον νου, αναλογίζομαι, συλλογίζομαι («καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἤ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς τὰ πράγματα», Θουκ.) νεοελλ. μσν …

    Dictionary of Greek

  • 6θράσος — (I) το (ΑΜ θράσος) η τόλμη που ενέχει αναίδεια, αυθάδεια, η αδιαντροπιά, η ιταμότητα, ο κυνισμός, η παράλογη ορμητικότητα, το μεγαλύτερο από το επιτρεπόμενο θάρρος μσν. δύναμη, κυρίως η πηγή απ όπου αντλείται η δύναμη μσν. αρχ. τόλμη, αφοβία,… …

    Dictionary of Greek

  • 7κοβαλίκευμα — κοβαλίκευμα, τὸ (Α) [κοβαλικεύω] πανούργο τέχνασμα («θράσει καὶ κοβαλικεύμασιν», Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 8νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… …

    Dictionary of Greek

  • 9νυκτιφρούρητος — νυκτιφρούρητος, ον (Α) αυτός που φρουρεί, που καιροφυλακτεί τη νύχτα («νυκτιφρουρήτῳ θράσει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + φρουρῶ) …

    Dictionary of Greek

  • 10πάρειμι — (I) ΜΑ 1. παρέρχομαι, περνώ από κοντά («ὥσπερ οἱ δειλοὶ κύνες τοὺς μὲν παριόντας διώκοντες καὶ δάκνουσι», Ξεν.) 2. υπερτερώ, ξεπερνώ κάποιον (α. «ἐφάνη ἀνήρ... ὅς σε καὶ πάρεισι... πανουργίᾳ καὶ θράσει» φάνηκε ο άνδρας που θα σέ πάψει και θα σέ… …

    Dictionary of Greek