θοάζω
21θοῷσαι — θοάζω move quickly fut part act fem nom/voc pl (doric aeolic) …
22θόασαν — θοάζω move quickly aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …
23ἐθόαζεν — θοάζω move quickly imperf ind act 3rd sg …
24θοάζουσ' — θοάζουσα , θοάζω move quickly pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) θοάζουσι , θοάζω move quickly pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θοάζουσι , θοάζω move quickly pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… …
25θοᾶι — θοᾷ , θοάζω move quickly fut ind mid 2nd sg (epic) θοᾷ , θοάζω move quickly fut ind act 3rd sg (epic) θοᾷ , θοός quick fem dat sg (doric aeolic) …
26θοῆι — θοῇ , θοάζω move quickly fut ind mid 2nd sg (doric) θοῇ , θοάζω move quickly fut ind act 3rd sg (doric) θοῇ , θοός quick fem dat sg (attic epic ionic) …
27επιθοάζω — ἐπιθοάζω (Α) κάθομαι κοντά σε βωμό ως ικέτης ζητώντας τη βοήθεια τών θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θοάζω «κάθομαι»] …
28θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ …
29θόασμα — θόασμα, τὸ (Α) [θοάζω (I)] τόπος για όρχηση, για χορό …
30θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου …