θουραῖος

  • 1θουραίος — θουραῑος, αία, ον (Α) [θούρος] (κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος …

    Dictionary of Greek

  • 2θουράς — θουράς, ἡ (Α) [θούρος] μετγ. θηλ. τού θουραίος* …

    Dictionary of Greek

  • 3θουρήεις — θουρήεις, εσσα, εν (Α) βλ. θουραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θούρος + επίθημα –ήεις (πρβλ. βομβ ήεις, ολβ ήεις, φθογγ ήεις] …

    Dictionary of Greek

  • 4θούρος — θοῡρος, ον, θηλ. και θοῡρις (Α) 1. ορμητικός, σφοδρός, πολεμικός 2. (στην Ιλ.) επίθετο τού θεού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θορ Fος, είτε απευθείας από τον αόρ. θορ είν τού θρώσκω* είτε ως μεταπλασμός θ. σε υ: *θόρ υς (πρβλ. μανός < *μαν F ός,… …

    Dictionary of Greek

  • 5θουραίην — θουράω rush pres opt act 1st sg θουραῖος violent fem acc sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)