θορυβήσει

  • 1θορυβήσει — θορυβέω make a noise aor subj act 3rd sg (epic) θορυβέω make a noise fut ind mid 2nd sg θορυβέω make a noise fut ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 3Επταετής πόλεμος — Ονομασία δύο πολέμων που διήρκησαν επτά χρόνια. 1. Πόλεμος (1563 70) μεταξύ της Σουηδίας και των συμμάχων Λοβέκης, Δανίας και Πολωνίας. Μετά την ήττα της, η Σουηδία αναγκάστηκε να υπογράψει τη συνθήκη του Στετίνου και αποδέχθηκε την αφαίρεση των… …

    Dictionary of Greek