1θοδράκιον — θοδράκιον, τὸ (ΑΜ) υποκορ. τού θρόδαξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θοδράκιον αντί θροδάκιον, υποκορ. τού θρόδαξ*] …
Dictionary of Greek
2θοδράκιον — neut nom/voc/acc sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)