θοίνα
11θοινατήριον — θοινᾱτήριον , θοινατήριον neut nom/voc/acc sg …
12θοινατόρων — θοινᾱτόρων , θοινάτωρ feaster masc gen pl …
13θοινάματα — θοινά̱ματα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc pl …
14θοινάτορας — θοινά̱τορας , θοινάτωρ feaster masc acc pl …
15θοίναμα — θοίνᾱμα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc sg …
16θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… …
Страницы
- 1
- 2