θνᾴσκω
1θνάσκω — θνᾴσκω (Α) βλ. θνῄσκω. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού θνῄσκω*] …
2θνᾴσκω — θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνᾴ̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) …
3θνάσκω — θνά̱σκω , θνήσκω pres subj act 1st sg (doric) θνά̱σκω , θνήσκω pres ind act 1st sg (doric) …
4θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …