θιγγάνω
91θίγημα — θίγημα, τὸ (Α) ελαφρό άγγιγμα, ψαύση. [ΕΤΥΜΟΛ. Είναι αβέβαιο αν η λ. ανήκει στο θιγγάνω*, γιατί προήλθε από διόρθωση του τ. φιλήματα] …
92θίγμα — θίγμα, τὸ (Α) [θιγγάνω] 1. θίγημα, ελαφρό άγγιγμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «μίασμα» …
93θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… …
94θιγάνα — θιγάνα, ἡ (Α) επιγρ. σκέπασμα, καπάκι, κάλυμμα, πώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως παράγωγο από θ. θιγ του θιγγάνω*] …
95κακοθιγία — κακοθιγία, ἡ (Α) αδεξιότητα, αστοχία («κακοθιγία γνώμης», Δημόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θιγία (< θιγής < θ. θιγ , πρβλ. ἔ θιγ ον τού θιγγάνω*)] …
96παραθιγγάνω — Α εγγίζω πλαγίως ή κατά το πέρασμά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θιγγάνω «πλησιάζω, εγγίζω»] …
97προσθιγγάνω — Α αγγίζω, ψαύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θιγγάνω «αγγίζω»] …
98συνθιγγάνω — ΜΑ αγγίζω κάτι μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θιγγάνω, αρχ. τ. τού θίγω «αγγίζω, ακουμπώ»] …
99τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …
100υπερθιγής — ές, Α (κατά το λέξ. Σούδα) υπερήφανος, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θιγής (< θίγω, θιγγάνω «αγγίζω, ακουμπώ»)] …